- γαλακτίζω
- μετ. белить;
γαλακτίζομαι — сосать грудь, питаться грудным молоком
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
γαλακτίζομαι — сосать грудь, питаться грудным молоком
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
γαλακτίζω — to be milky in appearance pres subj act 1st sg γαλακτίζω to be milky in appearance pres ind act 1st sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
γαλακτίζω — και γαλαχτίζω (AM γαλακτίζω) [γάλα] νεοελλ. ασβεστώνω, ασπρίζω αρχ. μσν. τρέφω με γάλα αρχ. 1. είμαι λευκός σαν το γάλα 2. διαγράφω τροχιά σαν τού Γαλαξία … Dictionary of Greek
γαλακτίζον — γαλακτίζω to be milky in appearance pres part act masc voc sg γαλακτίζω to be milky in appearance pres part act neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
γαλακτίζοντα — γαλακτίζω to be milky in appearance pres part act neut nom/voc/acc pl γαλακτίζω to be milky in appearance pres part act masc acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
γαλακτίζοντι — γαλακτίζω to be milky in appearance pres part act masc/neut dat sg γαλακτίζω to be milky in appearance pres ind act 3rd pl (doric) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
γαλακτιζόμενα — γαλακτίζω to be milky in appearance pres part mp neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
γαλακτίζουσαν — γαλακτίζω to be milky in appearance pres part act fem acc sg (attic epic doric ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀπογεγαλακτισμένον — ἀπό γαλακτίζω to be milky in appearance perf part mp masc acc sg ἀπό γαλακτίζω to be milky in appearance perf part mp neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
γάλα — Υγρό που εκκρίνεται από τους μαστικούς αδένες των θηλαστικών. Το γ. είναι ένα γαλάκτωμα, δηλαδή νερό με λεπτότατα λιποσφαίρια που περιέχει, εκτός από το λίπος, πρωτεΐνες, υδατάνθρακες, ένζυμα, άλατα και βιταμίνες. Όλα τα συστατικά αυτά φέρονται… … Dictionary of Greek
γαλαχτίζω — βλ. γαλακτίζω … Dictionary of Greek
ἀπεγαλακτίσθη — ἀπό γαλακτίζω to be milky in appearance aor ind pass 3rd sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)